- υδρωπικία
- (Ιατρ.). Η συγκέντρωση του υγρού (ορού) που βγαίνει από το αίμα σε κοιλότητες του σώματος ή μέσα στους ιστούς ή κάτω από το δέρμα. H συλλογή αυτού του υγρού οφείλεται σε κάποια πίεση πάνω στις φλέβες με αποτέλεσμα να λιμνάζει το αίμα και να βγαίνει ο ορός. Ανάλογα με το όργανο, η υ. παίρνει και την ονομασία της, π.χ.: υδροθώρακας, υδροπερικάρδιο, ύδραθρο, υδροκεφαλία κλπ. Συνήθως με τον όρο υ. νοείται το μάζεμα του υγρού στην κοιλιά. Το υγρό πάντως πιέζει τα όργανα και προκαλεί πρόσθετα ενοχλήματα, πέρα από τα ενοχλήματα της κύριας νόσου, που προκάλεσε την υ. Η θεραπεία της εξαρτάται από το μέρος που πάσχει και από την πίεση που ασκεί στα άλλα όργανα. Λέγεται και ύδρωπας.
* * *η, Ν [υδρώπικας]κοινή ονομασία τού ύδρωπα ασκίτη.
Dictionary of Greek. 2013.